- ανακριβής
- -ες (Μ ἀνακριβής)ο μη ακριβής, ο μη σύμφωνος προς την αλήθεια, σφαλερός, λανθασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀκριβής.ΠΑΡ. νεοελλ. ανακρίβεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακριβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τα πράγματα: Οι πληροφορίες του αποδείχτηκαν ανακριβείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ανακρίβεια — η [ανακριβής] έλλειψη ακρίβειας, αναλήθεια, σφάλμα, ψεύδος … Dictionary of Greek
ανακριβολόγος — ο, η 1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες 2. αυτός που δεν κυριολεκτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ] … Dictionary of Greek
βούλαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ίωνας ζωγράφος (8ος αι. π.Χ.). Ζωγράφισε πίνακα της κατάληψης της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους. Ο Πλίνιος γράφει πως ο βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης τον αντάλλαξε με ίσο βάρος χρυσού, αλλά η πληροφορία είναι… … Dictionary of Greek
παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… … Dictionary of Greek
παρατονισμός — ο ο λανθασμένος, ο ανακριβής τονισμός μιας λέξης, ο τονισμός σε άλλη συλλαβή από εκείνην που πραγματικά δέχεται τον τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
ψευδολογία — η, ΝΜΑ [ψευδολόγος] 1. λόγος ανακριβής ή αντίθετος προς την αλήθεια 2. το να λέει κανείς ψέματα, η τάση κάποιου να λέει ψευτιές νεοελλ. (λαογρ.) τα πρωταπριλιάτικα ψέματα … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek